- συγγραμματοφύλαξ
- συγ-γραμμᾰτοφύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ,A keeper of books, Sch.Luc.Apol.2, Suid. s.v. ῥῆτραι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγραμματοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βιβλιοθηκάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
συγγραμματοφύλακας — συγγραμματοφύλαξ keeper of books masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)